ὀστρακώδης

ὀστρακώδης
ὀστρακώδης
like an earthen pot
masc/fem acc pl (attic epic doric)
ὀστρακώδης
like an earthen pot
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
ὀστρακώδης
like an earthen pot
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οστρακώδης — ες (ΑΜ ὀστρακώδης, ῶδες) [όστρακον] 1. αυτός που μοιάζει με όστρακο, οστρακοειδής 2. αυτός που αποτελείται από όστρακο, οστράκινος («δέρμα μαλακὸν καὶ μὴ ὀστρακῶδες, ὥσπερ τῆς χελώνης», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακώδη (ζωολ …   Dictionary of Greek

  • ὀστρακώδει — ὀστρακώδης like an earthen pot masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀστρακώδης like an earthen pot masc/fem/neut dat sg ὀστρακώδεϊ , ὀστρακώδης like an earthen pot dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακώδη — ὀστρακώδης like an earthen pot neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀστρακώδης like an earthen pot masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀστρακώδης like an earthen pot masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακῶδες — ὀστρακώδης like an earthen pot masc/fem voc sg ὀστρακώδης like an earthen pot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακώδεις — ὀστρακώδης like an earthen pot masc/fem acc pl ὀστρακώδης like an earthen pot masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακωδῶν — ὀστρακώδης like an earthen pot masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακώδεος — ὀστρακώδης like an earthen pot masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • πλακώδης — ες / πλακώδης, ώδες, ΝΜΑ [πλάξ, πλακός] ο όμοιος με πλάκα, αυτός που έχει το σχήμα πλάκας, ο πλατύς αρχ. 1. ο πεταλώδης 2. (για το έδαφος) αυτός που έχει φλοιό («τὴν...γῆν ὑπάργιλον εἶναι καὶ πλακώδη», Θεοφρ.) 3. ο όμοιος με όστρακο, οστρακώδης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”